ξετρύπωμα

ξετρύπωμα
το, -ατος
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξετρυπώνω, έξοδος από τρύπα, αποκάλυψη, απρόοπτη εμφάνιση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξετρύπωμα — το [ξετρυπώνω] 1. έξοδος από την τρύπα, από τη φωλιά, από την κρύπτη 2. ανακάλυψη, ανεύρεση ενός πράγματος καλά κρυμμένου μετά από ψάξιμο 3. (για πρόσ.) αιφνίδια, απρόοπτη εμφάνιση 4. ξήλωμα, αφαίρεση τού τρυπώματος από ένα ένδυμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”